γεμάτος, πλήρης

γεμάτος, πλήρης
ple

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… …   Dictionary of Greek

  • γεμάτος — και γιομάτος, η, ο (Μ γεμάτος, η, ον) 1. πλήρης, μεστός από κάτι 2. (για πρόσωπα) ευτραφής 3. (για πράγματα) παχύς, πυκνός 4. (για χτυπήματα) ισχυρός, δυνατός («μια γροθιά γεμάτη», «γεμάτην κονταρέαν») 5. ολοκληρωμένος («χαρά γεμάτη») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • γεμάτος — η, ο επίρρ. α 1. ο πλήρης: Το βαρέλι ήταν γεμάτο κρασί. 2. ο παχουλός, ο εύσωμος: Είναι γεμάτη και δεν της ταιριάζουν τα στενά ρούχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλήρης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, γεμάτος, άφθονος, ακέραιος, άρτιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπληθής — ές, Α 1. ο υπέρμετρα γεμάτος από ανθρώπους («νῆσός τις... οὔ τι περιπληθὴς λίην τόσον, ἀλλ ἀγαθή», Ομ. Οδ.) 2. γεμάτος, πλήρης από κάτι («περιπληθέστατος καρπῶν», Φίλ.) 3. (για λόγο) αυτός που έχει ουσιαστικό περιεχόμενο 4. αυτός που είναι πολύ… …   Dictionary of Greek

  • υπέρπλεως — ων / ὑπέρπλεως, ων, ΝΜΑ και ὑπέρπλεος, ον, Ν (λόγ. τ.) εντελώς γεμάτος, ξέχειλος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρπλεον το περίσσευμα αρχ. μολυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»] …   Dictionary of Greek

  • υπόπλεως — ων, και ὑπόπλεος, ον, Α 1. ο αρκετά γεμάτος 2. αυτός που έχει γεμίσει με κάτι χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός («ἀργυρίων ὑπόπλεος», Τιμοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»] …   Dictionary of Greek

  • φωτοβρύτης — ὁ, Μ γεμάτος φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + βρύτης (< βρύω «είμαι γεμάτος, πλήρης»)] …   Dictionary of Greek

  • εμπλήρωμα — ἐμπλήρωμα, το (Α) γεμάτος, πλήρης χώρος …   Dictionary of Greek

  • φίσκα — η, Ν 1. (άκλ. μονοκατάληκτο επίθ.) εντελώς γεμάτος, πλήρης («η πλατεία ήταν φίσκα») 2. επίρρ. εντελώς, πλήρως («μού γέμισε φίσκα το ποτήρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < φύσκα / φύσκη «φουσκάλα, στομάχι ή παχύ έντερο, λουκάνικο»] …   Dictionary of Greek

  • μεστός — ή, ό 1. γεμάτος, πλήρης: Βαρέλι μεστό με κρασί. 2. ώριμος, γινωμένος, μεστωμένος: Κόψαμε τα μεστά σταφύλια. 3. γεροδεμένος, σφιχτός: Οι αθλητές με τα μεστά κορμιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”